στρηνιάζω
Ρήμα

στρηνιώ

  1. Ερεθίζομαι σεξουαλικά, καυλώνω.


Παράδειγμα

Ρε είνταλως εντύθηκε έτσι προκλητικά τούτη σήμερα! Μόλις την είδα εστρίνιασα, θέλω την!

  1. Διεγείρομαι, θυμώνω.


Παράδειγμα

Τζ̌ίντη ώρα που με εξιτίμασε εστρίνιασα πολλά, έθελα να τον κάμω μαύρο που το ξύλο.

Προέλευση

Σύμφωνα με τον Κ. Γιαγκουλλή (Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου, 2005), η λέξη συνδεέται με το ουδ. ουσ. στρῆνος 'λαγνεία, φιληδονία', από το οποίο παράγεται η κυπρ. λέξη στρήνα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.