βόρτακος
[vóɾ̥takos]

Ουσιαστικό, αρσενικό

βόθρακος


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: βορτακούδιν, βορτακούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: βορτακούδιν, βορτακούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.