γεφύριν
[ʝefíɾin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

γιοφύριν


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: γεφυρούδιν, γεφυρούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: γεφυρούδιν, γεφυρούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.