γριτζ̌έλλιν[ɣɾitʃélːin]Ουσιαστικό, ουδέτεροκριτζ̌έλλιν ΠαράδειγμαΜεγεθυντικά: γρίτζ̌ελλος. ΣημειώσειςΜεγεθυντικά: γρίτζ̌ελλος.