διόρτωμαν
[ðióɾ̥toman]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

διόρθωμαν

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.