καλικάντζ̌αρος[kalikándʒaɾos]Ουσιαστικό, αρσενικόκαλακάντζ̌αρος ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: καλικαντζ̌αρίν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: καλικαντζ̌αρίν.