κάουρας
[káuɾas]

Ουσιαστικό, αρσενικό

κάουρος


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: καούριν, καουρίν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: καούριν, καουρίν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.