χώσιμον
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. (στο στρατό) Το να σε υποχρεώνουν να κάνεις υπηρεσία στη θέση κάποιου άλλου.

  1. Το να σε υποχρεώνουν να κάνεις μία άχαρη δουλειά που θα προτιμούσες να αποφύγεις.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η λέξη ανήκε παλιότερα στη στρατιωτική αργκό, αυτή τη στιγμή όμως χρησιμοποιείται πολύ ευρύτερα. Σύμφωνα με το slang.gr, κάτι ανάλογο ισχύει και στην Ελλάδα για το χώσιμο (δεύτερη σημασία).

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.