λούκκος
[lúkʰːos]

Ουσιαστικό, αρσενικό

λάκκος


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: λουκκούδιν, λουκκούιν. Μεγεθυντικά: λούκκαρος.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: λουκκούδιν, λουκκούιν. Μεγεθυντικά: λούκκαρος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.