μίντζ̆ης
Επίθετο

  1. Αυτός που είναι ασθενικός ή και άρρωστος.


Παράδειγμα

Προσέχετε τον τούτον τζ̆αι εν μίντζ̆ης, μεν του κοντεύκετε τζ̆αι εν να σας κολλήσει.

 

  1. Αυτός που είναι πολύ λεπτός, αδύνατος στο σωματότυπο.


Παράδειγμα

Άδε τον είντα μίντζ̆ης που είναι, μακάρι να ένι 50 κιλά.

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.