μπάσταρτος
[mbástaɾ̥tos]

Ουσιαστικό, διγενές

μπαστάρτος


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: μπασταρτίν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: μπασταρτίν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.