παλλούτζ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. (μτφ) Αυτός που στέκεται εντελώς ακίνητος ή που παραμένει αμετακίνητος στις απόψεις του.


Παραδείγματα

Ο κανονισμός για τους τσολιάδες λέει να στέκονται παλλούτζ̌ιν.

200px-Dscn0258

 


  1. (μτφ) Κάτι ιδιαίτερα δύσκολο.


Παράδειγμα

Ρε φίλε, μας έχει κάνει την εξέταση παλλούτζ̌ιν, εν εκατάφερε κανείς να γράψει.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.