πνάσε (λλίον)
Ρήμα

  1. Χαλάρωσε, ηρέμησε.


Παράδειγμα

-Έπιασα δίπλωμα οδήγησης πρόσφατα τζ̌αι  σκέφτομαι να αγοράσω το καινούριο Mercedes.

-Ε κανεί μάνα μου, πνάσε τζ̌αι λλιο, προχτές έφκαλες άδεια.


Συνώνυμα:

πνάσε νάκκον, πνάσε νάκκον

Προέλευση

Σύμφωνα με τον Γιαγκουλλή (2005), το ρήμα πνάζω 'ξεκουράζομαι' προέρχεται είται από το είτε από το αρχ. υπνόω , είτε από το *υπνάζω < ύπνος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.