πασ̌αμάς (2)
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι άνθρωπος της διασκέδασης, που συμμετέχει πάντα στον πασ̌αμά.


Παραδείγματα

Μα εν πολλά πασ̌αμάς ο αρφός σου, όποτε έρθει στην παρέα περνούμε καλά.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.