σ̌σ̌ύλλα
Επίθετο

Γυναίκα αυταρχική, που εύκολα βάζει τις φωνές, φάουσα.


Παραδείγματα

Μέν πιάσεις τούντο μάθημα, εν σ̌ύλλα η καθηγήτρια.


Την Μαρία άμαν την πειράξεις γίνεται σ̌ύλλα, γι΄ αυτό πρόσεχε.

Σημειώσεις

Είναι προσβλητικό λόγω της κακής έννοιας που έχει.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.