ρόκολος
[ɾókolos]

Επίθετο, Διγενές

ρόκολος, -α
Ουσιαστικό, διγενές

Μικρός, άβγαλτος.


Παραδείγματα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.