τρομπέττα[tɾumbétʰːa]Ουσιαστικό, θηλυκότρουμπέττα ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: τρουμπέττιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: τρουμπέττιν.