φασούλιν
[fasúlin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

φασούλλιν


Παράδειγμα

Μεγεθυντικά: φασόλα, φασούλα, φασούλλα.

Σημειώσεις

Μεγεθυντικά: φασόλα, φασούλα, φασούλλα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.