κίττος
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Κακός μαθητής, σκράπας.


Παράδειγμα

Δεν απάντησε ούτε στις μισές ερωτήσεις του τεστ μαθηματικών, ο κίττος!

  1. Πάτος, μηδέν.


Παράδειγμα

Εν εθκιαβάσαμε τίποτε, εννά πιάμεν κίττον ρε αύριο στο διαγώνισμα!

download (4)

Φράσεις

  • εννά πιάμε κίττον

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.