σιεροκουτάλα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Τρυπητή μεταλλική κουτάλα που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή τυροκομική παραγωγή της Κύπρου.

  1. Γυναίκα που ανακατεύεται σε όλα, κουτσομπόλα.


Παράδειγμα

σιεροκουτάλα

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το πρώτο συνθετικό της λέξης, σιερο- (από το σίερον "σίδερο"), είναι αρκετά συνηθισμένο στην κυπριακή, όπου βρίσκουμε λέξεις όπως: σιερογιοφύρινσιεροματσούκασιεροπάλλουκον...

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.