σπουρτόλοος
Επίθετο

Αυτός που δεν κρατάει τη γλώσσα του, ο μαρτυριάρης.


Παραδείγματα

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Σύνθετη λέξη, από το ρήμα σπουρτώ 'εκρήγνυμαι, σκάζω (και) εξαπολύω' και το ουσ. λόγος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.