ττάππον
Επίρρημα

  1. Γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα.


Παράδειγμα

- Ρε αγάπη μου επεθύμησα γλυκό.

- Πάω ττάππο στο ζαχαροπλαστείο να σου φέρω, εν τζ' εν αρκημός να φκεί πάνω στο μωρό.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.