κάσ̌ας
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που οδηγεί κάσ̌α, αγροτικό αυτοκίνητο.


Παράδειγμα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.