φακκολοώ
Ρήμα

Μιλώ δηκτικά, 'χτυπάω' τον άλλον λέγοντας πράγματα που ξέρω πως θα τον προσβάλλουν ή θα τον πειράξουν.

Προέλευση

Σύνθετη λέξη, από το ρήμα φακκώ 'χτυπώ' και το σχηματιστικό στοιχείο -λοώ 'μιλώ με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό'.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.