πασ̌αμάς (1)
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Φασαρία, σούσουρο που γίνεται από πολλές φωνές ανθρώπων που μιλούν όλοι μαζί.

  1. Συζήτηση που γίνεται με βάση φήμες, σκανδαλολογία.


Παράδειγμα

Μάλλον ύποπτο τον βρίσκω τούτο τον πασιαμάν ούλλον εναντίον του δήμαρχου.

  1. Διασκέδαση, χαβαλές.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.