βκιολίν
[fcolín]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

φκιολίν


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: βκιολίνον, βκιολούδιν, βκιολούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: βκιολίνον, βκιολούδιν, βκιολούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.