γονιός
[ɣoɲːós]

Ουσιαστικό, αρσενικό


Παράδειγμα

Πληθυντικός: γονιοί, γονείς.

Σημειώσεις

Πληθυντικός: γονιοί, γονείς.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.