ζευκαλάτης
[zːefkalátis]

Ουσιαστικό, αρσενικό

ζευκολάτης


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: ζευκαλατούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: ζευκαλατούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.