καντήλα
[kandilúa]

Ουσιαστικό, θηλυκό

καντήλα
[kandíla]

Ουσιαστικό, θηλυκό

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.