λίμπουρας
[límbuɾas]

Ουσιαστικό, αρσενικό

λίμπουρος


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: λιμπουρίν, λιμπουρούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: λιμπουρίν, λιμπουρούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.