πουμπούριν
[pumbúɾin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[pumbúɾin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: πουμπουρούδιν, πουμπουρούιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: πουμπουρούδιν, πουμπουρούιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: πουμπουρούδιν, πουμπουρούιν.
Υποκοριστικά: πουμπουρούδιν, πουμπουρούιν.