σ̌είλος
[ʃílos]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

σ̌είλιν


Παράδειγμα

Συνήθως στον πληθυντικό. Υποκοριστικά: σ̌ειλούδιν, σ̌ειλούιν.

Σημειώσεις

Συνήθως στον πληθυντικό. Υποκοριστικά: σ̌ειλούδιν, σ̌ειλούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.