τζ̌ηπουρική
[tʃipuɾicí]

Ουσιαστικό, θηλυκό

κηπουρική

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.