άππωμαν[ˈapʰːoman]Ουσιαστικό, ουδέτεροΗ κατάσταση ή η συμπεριφορά του αππωμένου, του επαρμένου. ΠαράδειγμαΕπιμένουμε ότι πολλά κακά της κυπριακής κοινωνίας, γίνονται από άππωμα και μόνο... ΠηγέςΕκπαιδεύοντας στο άππωμα