γύριλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Μεγάλη τσαντίλα, γυρίλλα.

 

 


Παράδειγμα

Σκέφτου είντα γύριλλον νιώθει τωρά που συγχαίρεται τους εχθρούς του για την νίκη τους στις εκλογές.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.