γύριλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Μεγάλη τσαντίλα, γυρίλλα.
Παράδειγμα
Σκέφτου είντα γύριλλον νιώθει τωρά που συγχαίρεται τους εχθρούς του για την νίκη τους στις εκλογές.
Περισσότερα ...
Μεγάλη τσαντίλα, γυρίλλα.
Σκέφτου είντα γύριλλον νιώθει τωρά που συγχαίρεται τους εχθρούς του για την νίκη τους στις εκλογές.