κόζιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
(στην τράπουλα) Το ισχυρότερο χαρτί ή το ατού, το «χρώμα» που έχει οριστεί ως ισχυρότερο σε ένα παιχνίδι.
Παραδείγματα
Αυτός που είναι ηλίθιος.
Παράδειγμα
Πόσο κόζιν παίζει να είσαι; Ήταν ανάγκη να της πεις ότι θέλεις να τη γαμήσεις;
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Πώς εξηγούν οι ομιλητές το πέρασμα από την κυριολεκτική στην μεταφορική σημασία; Εν τέλεια κόζιν! Κάθε κυπριακή παρέα έχει και ένα κόζι. Είναι από το χαρτοπαικτικό όρο στα παιχνίδια με μπάζες: πιλόττα, πρέφα, μπουρλότο. Είναι το ισχυρότερο φύλλο ας το πούμε, στην παρέα είναι η φάτσα για κόλλημα, "ο στόχος" ή ο παshιαμάς (= αυτός που σε κάνει να χεστείς στα γέλια).