μουτσ̌οσφύρης
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που είναι εντελώς μαλάκας, τόσο που τον παίζει πάνω-κάτω σαν σφυρί αντί οριζόντια, όπως όλος ο κόσμος.


Παραδείγματα


Συνώνυμα:

, μούτσιος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.