παμπακοβίλλης
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που έχει προβληματική στύση, ο μαλακοκαύλης.

  1. (μτφ) Αυτός που είναι υπερβολικά ευαίσθητος ή μυγιάγγιχτος.


Παράδειγμα

Ρε Αντρέα μεν είσαι τέλεια παμπακοβίλλης, ξίαστην Μαρία αφού θωρείς την ότι εν σου δια σημασία. Γενέτζ̌ες πολλές!

Προέλευση

Σύνθετη λέξη από τα ουσιαστικά παμπάτζ̌ιν και βίλλος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.