πουσ̌ιούλαΟυσιαστικό, θηλυκόΝεανική γλώσσαΣεξιστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΌμορφη γυναίκα. ΠαράδειγμαΆδε ρε τζ̌ιαμέ ίντα πουσ̌ιούλα έρκετε. Τώρα να δεις πως φλερτάρουσιν!