ππουσ̌τούινΟυσιαστικό, ουδέτεροΝεαρός και κομψευόμενος ομοφυλόφιλος. ΠαράδειγμαΑγαπητέ Λεξιπένητα εν γενναία η στάση σου να αναδεικνύεις έναν ππουστούιν χωρίς να φοάσε να σου πιάουν τον κώλον σου ή να σου φκάλουν τζιαι σέναν ότι εππουστεψες στα υστερινά σου. Ύπουλος, πονηρός. ΠαράδειγμαEgo den ixera oti o denis itan etsi xaraktiras kai me osa mou ipe o stefano sto tilefono katalava ti poushtoui eni