ππούλιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αυτός που είναι ανόητος, βλάκας.


Παράδειγμα

Είντα που έκαμες πάλε, ρε; Ξέρεις ότι είσαι ππούλιν;

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.