σ̌ασ̌άρω
[ʃaʃáɾo]
Ρήμα

σ̌ασ̌αρίσκω

Βιάζομαι, κάνω κάτι βιαστικά και απρόσεχτα.


Παραδείγματα

Μεν σ̌ασ̌άρεις να τελειώσεις τις ασκήσεις τζ̌αι εννά τις κάμεις ούλλες λάθος.


Ρε, μα με πόσα πάεις; Μεν σ̌ασ̌άρεις, εννά δώκεις πούποτε!!!

images (4)

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.