σικλάρης
Ουσιαστικό, αρσενικό

σικλέρης

Ανίκανος τερματοφύλακας.


Παράδειγμα

Ρε μα τούτος ο πορτάρης εν' τέλεια σικλάρης, τρώει τέρματα που τ΄ ανάθεμα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.