σκατάς
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι βρομιάρης, σιχαμένος λόγω της κακής συμπεριφοράς του.


Παράδειγμα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.