σπουρτόκωλος
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που είναι φοβιτσιάρης, χέστης.
Παράδειγμα
Ο Μάριος εν πολλά σπουρτόκωλος, εν μπορεί να τζ̌οιμιθεί με το φως κλειστό.
Προέλευση
Σύνθετη λέξη, από το ρήμα σπουρτώ 'εκρήγνυμαι, σκάζω (και) εξαπολύω' και το ουσ. κώλος.
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι φοβιτσιάρης, χέστης.
Ο Μάριος εν πολλά σπουρτόκωλος, εν μπορεί να τζ̌οιμιθεί με το φως κλειστό.
Σύνθετη λέξη, από το ρήμα σπουρτώ 'εκρήγνυμαι, σκάζω (και) εξαπολύω' και το ουσ. κώλος.