σ̌σ̌ίζω (κάποιον)ΡήμαΝεανική γλώσσαΣεξουαλικόΓαμώ, "σκίζω" κάποιον. Παράδειγμα-Ρε, αρέσκει σου η Μαρία; -Ναι ρε, εν κούκλα, σ̌σ̌ίζω την! ΦράσειςΣσ̌ίζω σε μάνα μου!