σ̌σ̌ίστατσοςΟυσιαστικό, αρσενικόΣεξουαλικόΧαρακτηρισμός προσώπουΠολύ ωραία γυναίκα, μουνάρα. ΠαράδειγμαΑπό το ουσ. σ̌σ̌ίστος και το επιτατικό επίθημα -ατσος. Συνώνυμα: πούτταρος, σ̌σ̌ίσταρος, σ̌σ̌ιστάρα, πούτταρος, σ̌σ̌ίσταρος, σ̌σ̌ιστάρα