τηάνιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

(μτφ) Αυτός που είναι μεθυσμένος, αλλά σε καλή διάθεση.


Παράδειγμα

Επεράσαμεν όπως την πόμπα εψές στο μπαράκι! Ήπιαμεν τα shots μας, εγινήκαμεν τιάνι!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.