τσ̌ίππικος
Επίθετο

Αυτός που έχει χαμηλή αξία, ο φτηνιάρης.


Παραδείγματα

Τούντο παντελόνι φαίνεται τέλεια τσ̌ίππικον, μεν το γοράσεις!


Εν είμαι σίγουρη αν αξίζει τα λεφτά του, φαίνεται τσίππικο!


Τα παπούτσια που έπιασα εν τέλεια τσίππικα, εδιαλυθήκαν μόλις τα έπιασα.


Προέλευση

Από το αγγλικό cheap "φτηνός".

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Ίδια σημασία με τα τσίπης και τσίπικος κοινής νεοελληνικής.

Πηγές

lexilogia.gr

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.