χαπποπίννω
Ρήμα

  1. Παίρνω χάπια ή άλλα φάρμακα, χαπακώνομαι.


Παράδειγμα

χαποπίννω1

  1. (μτφ) Δεν είμαι στα καλά μου, φέρομαι όπως κάποιος που έχει παραισθήσεις από τα πολλά φάρμακα.


Παραδείγματα

Προέλευση

Σύνθετη λέξη, από το ουσ. χάπιν και το ρήμα πίννω.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.